Στην αρχαιότητα ο όρος αστρολογία κάλυπτε όλο το φάσμα ενασχόλησης με τον κόσμο των άστρων και του στερεώματος. Την σημερινή αστρονομία, την αστρολογία, κοσμολογία, αστροφυσική κα. Μια φράση του Αριστοτέλη που αναφέρεται στον όρο αυτό φέρνω για σας εδώ:
Αριστοτ. Μεταφ. 12.1073β «… το δε πλήθος των κινήσεων πρέπει να το ερευνήσουμε απ’ την φιλοσοφικά συγγενή των μαθηματικών επιστημών την αστρολογία· διότι αυτή μελετά τα αισθητά μεν, αιώνια δε, αντικείμενα …»
Σήμερα όμως οι επιστήμες έχουν διασπαστεί σε πολλά μικρά κομμάτια ειδίκευσης και πλέον φαίνεται να είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε μεγάλη η ανάγκη να επέλθει μια ενοποίηση των επιστημών και όλων των άλλων γνωστικών χώρων και τρόπων που βρίσκονται συνολικά σε διάσταση. Αυτή η διάσταση, η απόσταση, ο διαχωρισμός, δεν υπήρχε στους Έλληνες αλλά και σε άλλους λαούς. Να σημειώσω εξ αρχής ότι εδώ θα αναφερόμαι βασικά στους Έλληνες όχι από κάποια ματαιόδοξη ή στείρα εθνικιστική ορμή, αλλά γιατί εκείνοι έχουν θέσει τις βάσεις των εννοιών τόσο της επιστήμης και της ουσιαστικής έννοιας της επιστημονικής απόδειξης, όσο και της τέχνης, της φιλοσοφίας κ.α. και δεν είναι ο κατάλληλος χώρος και χρόνος αυτό το κείμενο να προχωρήσουμε σε λεπτομέρειες σε αυτό.
Το αίτημα της ενοποίησης των επιστημών τουλάχιστον από θεωρητική και φιλοσοφική σκοπιά υπάρχει φυσικά σήμερα και δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιχειρούν μια τέτοια συνθετική προσέγγιση. Στους Έλληνες όμως να θυμίσουμε ότι υπήρχε μία ενιαία θεωρία όπου συνέκλιναν όχι μόνο όλες οι επιστήμες, αλλά και όλες οι τέχνες με την φιλοσοφία και την θρησκεία. Αυτό είναι ένα ιδανικό ζητούμενο που ακόμα δεν έχει φθάσει να γίνει κατορθωτό από το σημερινό κρατούντα πολιτισμό.
Η Έλενα Π. Μπλαβάτσκυ ανέσυρε αυτό το αίτημα στα τέλη του 19ου αιώνα με την έκδοση των τόμων της Μυστικής Δοξασίας και έγινε έκτοτε κύρια θέση του ρεύματος της θεοσοφίας που όμως ακόμα δεν κατόρθωσε να επιτύχει αυτή την ποθούμενη σύνθεση ούτε και μέσα στους κόλπους της, πόσο μάλλον στον γενικό πολιτισμικό περίγυρο. Δεν μπορούμε φυσικά να παραβλέψουμε ότι έχει επηρεάσει και εμπνεύσει με τον τρόπο της όλα τα σύγχρονα ρεύματα και νέες τάσεις της φιλοσοφίας, τουλάχιστον της εσωτερικής. Υπήρχε λοιπόν στους Έλληνες αυτή η ενοποιημένη θεώρηση και πως φανερώνεται αυτό; Θα ξεκινήσουμε το ταξίδι αυτής της παρατήρησης και μελέτης μας από τους παλαιότερους χρόνους.
Πριν τον 7ο π.Χ. αιώνα Μουσικός ή ακριβέστερα Μωσικός (από το Μοῦσα-Μῶσα όπως ήταν η δωρική διάλεκτος της λέξης) ονομαζόταν κάποιος που ασχολείτο με όλες τις εννέα μούσες. Στην πορεία η έννοια και η χρήση της λέξης φθάρθηκε και τιμητικά άρχισαν να ονομάζονται Μουσικοί όσοι ήταν θεωρητικοί και συνθέτες μουσικής, ενώ μέχρι τότε όσοι έπαιζαν κάποιο όργανο ονομάζονταν σύμφωνα με το όργανο που έπαιζαν φορμικτής, κιθαριστής κοκ. Στην συνέχεια και στα χρόνια της παρακμής στην επιφάνεια της κοινωνικής ζωής, άρχισαν να ονομάζουν μουσικούς τιμητικά τους οργανοπαίκτες νικητές των μουσικών αγώνων που ήταν πολύ καλοί και έτσι έφθασε ως τις μέρες μας.
Ο Μωσικός λοιπόν ήταν μελετητής και δημιουργός μέσα στο χώρο των εννέα Μουσών και σίγουρα ήταν ένας μύστης, αφού ήδη στον Ορφικό Ύμνο των Μουσών δείχνει να υπάρχει πλήρης κατανόηση της συμμετοχής της ανώτερης φύσης των ανθρώπων στον κόσμο των Μουσών όταν αναφέρεται:
«ἀλλὰ μόλοιτε, θεαί, μύσταις, πολυποίκιλοι, ἁγναί,
12 εὔκλειαν ζῆλόν τ’ ἐρατὸν πολύυμνον ἄγουσαι»
«Αλλά, θεές, ελάτε στους μύστες, πολύμορφες, αγνές
και φέρετε εις αυτούς τον φημισμένο, αξιαγάπητο και πολυυμνημένο
ανώτερο ζήλο της ψυχής.»
(μετάφραση δική μου)
Ο Ησίοδος στη Θεογονία του αναφέρει, ότι ο Δίας κοιμήθηκε στο ίδιο κρεβάτι με την τιτανίδα Μνημοσύνη επί εννέα συνεχείς νύχτες, κρυφά από τους αθανάτους. Μετά από ένα χρόνο η Μνημοσύνη γέννησε τις εννέα Μούσες, που άλλη φροντίδα εκτός το τραγούδι δεν είχαν στην καρδιά τους, ούτε καμιά έγνοια στη ψυχή και κατοικούσαν στην πιο ψηλή κορυφή του χιονισμένου Ολύμπου. Η λέξη ‘Μούσα’ παράγεται από το μα+ούσα => Μοῦσα. Το μα είναι ρίζα του ρήματος μάω - μῶ που σημαίνει επινοώ, ψάχνω, αναζητώ διανοητικά. Γι’ αυτό και στην δωρική διάλεκτο η Μούσα λέγεται Μῶσα. Στο λεξικό του 10ου αιώνα την Σούδα αναφέρεται ότι «Μούσα είναι η γνώσις: από το μῶ, ζητώ, επειδή κάθε παιδείας τυγχάνει να είναι η αιτία». Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης λέει ότι ονομάστηκαν Μούσες από το «μυείν τους ανθρώπους»: «από το ότι διδάσκουν εκείνα τα πράγματα, που είναι καλά και ευεργετικά, και εκείνα που δεν είναι γνωστά στους αμόρφωτους ανθρώπους. Οι Μούσες είναι: η Καλλιόπη, η Ερατώ, η Πολύμνια, η Τερψιχόρη, η Ουρανία, η Κλειώ, η Μελπομένη, η Ευτέρπη και η Θάλεια. Η Μνημοσύνη ως μητέρα των Μουσών και ο Δίας ως πατέρας δείχνει ότι η ενασχόληση με τον κόσμο των Μουσών όλων και με την γνώση που αυτός περιέχει, είναι ο τρόπος και ο δρόμος της ανάμνησης, της απόκτησης Μνήμης. Διότι όπως και ο Πλάτωνας υποστήριζε η γνώση είναι ανάμνηση.
Ο Απόλλωνας είναι ο Μουσηγέτης και ο στενός συνεργάτης των Μουσών και έτσι ο μύθος που συμπλέκει τον Δία, την Μνημοσύνη, τις Μούσες και τον Απόλλωνα κρύβει τον ακρογωνιαίο λίθο, την κεντρική θέση-φιλοσοφία των Ελλήνων για τη γνώση. Η γνώση αυτή δε, είναι από ότι βλέπουμε συνθετική και υποκρύπτει τον μίτο της σύνδεσης τους που γίνεται γνωστός στους μύστες, που είναι αυτοί που έχοντας προχωρήσει στις εσωτερικές και εξωτερικές καθάρσεις τους, επιτυγχάνουν να διευρύνουν το ενεργειακό τους συμμετοχικό δυναμικό στη ζωή και να ξεκλειδώσουν και να διαβάσουν τα θαυμαστά μυστήρια του κόσμου κατ’ ευθείαν από το ίδιο το Βιβλίο της Ζωής.
Σε παλαιότερη ακόμα εποχή και κατά τον Παυσανία οι Μούσες ήταν τρεις: η Μνήμη, η Μελέτη και η Αοιδή. Ενώ στους Δελφούς λατρεύονταν πάλι τρεις μούσες: η Υπάτη, η Μέση και η Νήτη. Η ανάλυση των τριαδικών τοποθετήσεων δείχνει και πάλι πως η γνώση και η μελέτη είναι μία και επιτυγχάνεται με τα ίδια μέσα στα οποία και πρέπει ο άνθρωπος να μαθητεύσει.
Αυτή η πανάρχαια τοποθέτηση και παράδοση έχει στο υπόβαθρο της φυσικά και άλλες απόψεις που γίνονταν γνωστές μόνο σε εκείνους που γίνονταν μέλη των μυστηρίων. Ο Πυθαγόρας έφερε στο φως κάποιες από αυτές τις θέσεις εμφανίζοντας μια κατάταξη των επιστημών οι οποίες διδάσκονταν στους κατάλληλους μαθητές, αλλά μ’ αυτό τον τρόπο συγχρόνως παρουσίασε παράλληλα και κάποιες βαθύτερες αλήθειες.
Οι Πυθαγορικές επιστήμες διδάσκονταν σε εκείνους που έφθαναν στον βαθμό του Μαθηματικού και ονομάζονταν Μαθηματικές επιστήμες. Οι μαθηματικές επιστήμες είναι τέσσερις και είναι: η Αριθμητική, η Μουσική, η Γεωμετρία και η Αστρολογία. Οι ονομασίες αυτές δεν έχουν σχέση άμεση με τη σημασία που σήμερα τους δίνεται. Έτσι αριθμητική ονόμαζαν την ενασχόληση με τους αριθμούς όχι σαν ποσότητες αλλά σαν ποιότητες και σαν έννοιες, κάτι που σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι σχετίζεται κατά κάποιο απόμακρο τρόπο με την σημερινή επιστήμη της Θεωρίας των Αριθμών, που παρ’ όλα αυτά παραμένει να είναι μηχανιστική και υλιστική.
Η πλησιέστερη σημερινή προσέγγιση της θεωρητικής αρχαίας επιστήμης της Αριθμητικής, είναι η Αριθμοσοφία η οποία όμως παραμένει ακόμα ως κλάδος της εσωτερικής φιλοσοφίας, και το προϊόν της η Αριθμολογία. Η μετρική αριθμητική που περιέχει το σύνολο των πράξεων και πρακτικών χρήσεων των αριθμών ονομαζόταν Λογιστική. Η Μουσική περιλαμβάνει την φιλοσοφία της μουσικής, την μελέτη των δονήσεων ευρύτερα την μουσικοθεραπεία, κα. Η Γεωμετρία περιέχει την Συμβολολογία και σχετίζεται με αυτό που σήμερα ονομάζουμε Ιερή Γεωμετρία. Η τέταρτη επιστήμη και μητέρα όλων των άλλων επιστημών είναι η Αστρολογία. Σε αυτό τον όρο όμως περικλείουν όχι μόνο αυτό που σήμερα ονομάζουμε αστρολογία (αν και η σημερινή ευρεία χρήση της αστρολογίας απέχει πολύ από την Ελληνική ψυχομελέτη του στερεώματος), αλλά και την αστρονομία, την κοσμολογία, την θεωρητική και πρακτική κοσμογονία κα. Αυτές και μόνο θεωρούνταν επιστήμες, ενώ οι υπόλοιπες θεωρούνταν ότι πήγαζαν από αυτές και ονομάζονταν τέχνες. Έτσι η μετεωρολογία, η ιατρική, η αρχιτεκτονική και οι άλλες σήμερα ονομαζόμενες επιστήμες στην πραγματικότητα ονομάζονταν τέχνες. Όμως και σήμερα βρίσκονται κάτω από τον όρο «φυσικές επιστήμες».
Μέσα στο Πυθαγόρειο γνωσιολογικό και οντολογικό σύστημα περιέχονται οι ρίζες και οι βάσεις αυτής της ενοποιημένης επιστημονικής μελέτης για τον άνθρωπο. Δεν σχετίζεται όμως μόνο με τις διαδικασίες απόκτησης γνώσης, αλλά και με την ουσιαστική παιδεία και καλλιέργεια του ανθρώπινου όντος, με τον πλέον επιστημονικό και βαθύ τρόπο που έχει υπάρξει ποτέ. Μέσα σ’ αυτό το σύστημα κρύβεται ένα σύστημα παρόμοιο με τις διάφορες σχολές γιόγκα που υπάρχουν τόσο στον Θιβετανικό Βουδισμό όσο και στον Ινδουισμό.
Οι τέσσερις αυτές επιστήμες απαιτούνται για την πλήρη ανάπτυξη του ανθρώπινου εγκεφάλου και της ανθρώπινης νόησης στηρίζοντας την καθημερινή ηθική δραστηριότητα του ανθρώπου με τη χρήση της νόησης του σαν ένα ολοκληρωμένο ανεξάρτητο και αυτοδύναμο σύστημα. Κάτι που φυσικά απέχει έτη φωτός από την σημερινή παιδεία, όπου η νόηση εκπαιδεύεται να φωτογραφίζει και να αναπαράγει ιδέες καθιστάμενη έτσι δέσμια των εκάστοτε διαδιδόμενων απόψεων και ιδεολογιών. Χάνοντας έτσι την αυθεντική ανεξάρτητη λειτουργία της και μετατρέποντας την καθημερινή ηθική στάση ζωής του κατόχου της μια αληθινή αποτυχία, μια σκλαβιά και μια διαδικασία παρεμπόδισης των δυνάμεων της υγιούς ανάπτυξης και προόδου εσωτερικής και εξωτερικής του ανθρώπου. Όσο και αν φαίνονται όμως μακριά οι αρχαίοι Έλληνες άλλο τόσο είναι επίσης πολύ κοντά. Και αν πραγματικά μας απασχολήσει ποτέ η παιδεία η δική μας ή των παιδιών μας θα πρέπει να ξέρετε ότι το αλάνθαστο σύστημα ανάπτυξης, παιδείας και εκπαίδευσης των Ελλήνων παραμένει και θα παραμένει η οδός. Στις τέσσερις αυτές επιστήμες κάποιος μαθαίνει αληθινά να λειτουργεί συνθετικά. Να καθαρίζει την νόηση και την καρδιά του από τα κατώτερα στοιχεία, προερχόμενα από άγονες συναισθηματικές καταστάσεις και απελευθερωνόμενος έτσι από τα μπλοκαρίσματα των καρμικών του υποθέσεων. Πράγμα που θα του επιτρέψει να βαδίσει στον ενοποιημένο δρόμο του ανώτερου διαισθητικού νου, που εμπεριέχει συγχρόνως νόηση και διαίσθηση, καρδιά και νου, βιωματική επιστημονική αλήθεια. Έτσι ο άνθρωπος προχωράει προς το μέλλον του που είναι να ζει την ζωή σαν ένας Επιστήμονας-Καλλιτέχνης της Ζωής.